ψαλίς
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A a pair of scissors, among the toilette articles of a lady, Ar.Fr.320.1, S.Fr.413 (nisi leg. ψέλια), PTeb.331.13 (ii A. D.); δρεπάνοισι καὶ οὐ ψαλίδεσσι καρῆναι AP11.368 (Jul.Antecessor). b razor, expld. by μιᾷ μαχαίρᾳ (v. μάχαιρα), Poll.2.32, 10.140. II sewer, drain, στενὴν δ' ἔδυμεν ψαλίδα S.Fr.367; vault, crypt, ψαλίδαπρομήκη λίθων ποτίμων Pl.Lg.947d; barrel-vault, Supp.Epigr.2.582 (Ionia, iii/ii B. C.), Explor.Arch. de Délos 11.262, Ph.Bel.80.46 (pl.), Hero *Stereom.2.28; ἀνήγειρεν τὴνψ. ταύτην Supp.Epigr.2.755 (Syria, ii A. D.); Gal. compares the fornix (ψαλιδοειδές) of the brain to a ψ. οἰκοδομήματος σφαιροειδοῦς, 2.725; similarly the arch of the foot, UP 3.8; having keystones (ὀμφαλοί), Arist.Mu.399b30; and being curved (καμφθεῖσα), Str.17.1.42 (dub.), D.S.2.9; expld. by καμάρα and ἁψίς, Sch.Pl. l. c., Suid.; as entrance and exit of a theatre, LW1586 (Aphrodisias, written ψελίς). III αἱ ψ. τῶν στύλων prob. the rounded mouldings between the capital and the column, LXX Ex.27.10, ΙΙ; so perhaps ψαλλίδες in BGU1028.9 (ii A. D.). 2 pl., rings for the staves of the altar of incense, LXX Ex.30.4; iron bands for strengthening an engine, Ph.Bel.57.33. IV = ταχεῖα κίνησις, Sch.Pl.Lg.947d.
German (Pape)
[Seite 1390] ίδος, ἡ, 1) die Scheere, die bei den Alten nur in der Gestalt der Schaafscheere gebraucht zu sein scheint, also mehr abkniff als abschnitt; auch μία μάχαιρα, aus einem Stücke bestehend, Poll. 2, 32. 10, 140; bes. die der Bartscheerer, vgl. Jac. A. P. 205; ψαλίδεσσι καρῆναι Iulian. Antic. 2 (XI, 368). – 2) Gewölbe, Schwibbogen, sonst ἁψίς, vgl. Suid. u. Poll. 9, 49 mit Plat. Legg. XII, 947 d; Soph. fr. 336; bei Poll. 4, 49 eine gewölbte Wasserleitung; vgl. Hesych.; Galen. verbindet diese Bdtg mit der ersten, weil die Griffe der Scheeren nach unten gewälbt waren oder aus einem langgezogenen Ringe bestanden, wie bei uns. – Hesych. erklärt auch ταχεῖα κίνησις.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
ciseaux.
Étymologie: DELG ψαλόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψαλίς -ίδος, ἡ [~ ψάλιον] schaar. gewelfde gang, tunnel.
Russian (Dvoretsky)
ψᾰλίς: ίδος, Arst. v.l. ῖδος ἡ
1 ножницы (Arph.; ψαλίδεσσι καρῆναι Anth.);
2 кольцо или браслет Soph.;
3 свод, сводчатое строение (στενὴ ψ. Soph.; ψ. προμήκης Plat.): τὸ σχῆμα τῆς ψαλίδος Arst. сводчатая форма;
4 арка: ἡ καμφθεῖσα ψ. Diod. подпорная арка.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ψᾰλίς: -ίδος, ἡ,
I. ψαλίδι, Λατ. forfex, σε Ανθ.
II. κτίριο με μυτερή πέτρινη σκεπή, θόλος, Λατ. fornix, σε Σοφ. (άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
ψαλίς: τὸ μέχρι δέρματος τοῦτο ξύρισμα, ὅπερ ἐγίνετο ὡς τιμωρίαν τῶν μοιχῶν, ἐκαλεῖτο κῆπος. ΙΙ. ὄνομα πολυτίμου τινὸς λίθου, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 173, Πλούτ. 2. 1154D.
ψᾰλίς: -ίδος, ἡ, «ψαλίδι», Λατ. forfex, ἐχρησίμευεν ὡς κομμμωτικὸν ἐργαλεῖον γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 362· δρεπάνοισι καὶ οὐ ψαλίδεσσι καρῆναι Ἀνθολ. Παλατ. 11. 368 ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ διπλῆ μάχαιρα Πολυδ. Β΄, 32 (ὅθεν ἐν Γ΄, 140, ὁ Ἑρρ. Στέφ. ἔγραψε διπλῆ ἀντὶ μία). ΙΙ. εἶδος οἰκοδομήματος χαμηλοῦ μετὰ ψαλιδοειδοῦς στέγης ἐκ πλακῶν, Λατ. fornix, στενὴν δ’ ἔδυμεν ψαλίδα Σοφ. Ἀποσπ. 336· ψαλίδα προμήκη λίθων Πλάτ. Νόμ. 947D· (διάφ. γραφ. ἁψῖδα)· ― πιθανῶς οὐχὶ τοξοειδὴς θόλος ἀλλ’ ὅμοιος τῷ ἐν Τίρυνθι οἰκοδομήματι οὗ εἰκὼν φέρεται ἐν τῷ Λεξ. Ἀρχαιοτ. Σμιθίου 125, ἴδε μετάφρ. Τσιβανοπούλου σ. 1010. 2) παρὰ μεταγεν. βεβαίως τοξοειδὴς καμάρα (ἡμικυλίνδριον τὸ σχῆμα ἔχουσα) Ἰω. Λυδ. περὶ Μην. 3. 33· ἔχουσα κεντρικοὺς λίθους ἢ κατακλεῖδας (ὀμφαλούς), Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 28· καὶ οὗσα καμπύλη (καμφθεῖσα), Στράβ. 813, Διόδ. 2. 9· ἑρμηνεύται διὰ τοῦ καμάρα καὶ ἁψίς, Σχόλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (ἐν τῇ Ἐξόδ. ΚΖ΄, 10, 11) αἱ ψ. τῶν στύλων φαίνεται ὅτι εἶναι αἱ σπειροειδεῖς ἢ καμπύλαι ἐξοχαὶ αἱ μεταξὺ τοῦ κιονοκράνου καὶ τοῦ κίονος· ἴδε Ewald Antiqq. σελ. 323 (τῆς Ἀγγλ. μεταφρ.). IV. = ταχεῖα κίνησις, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ..
Middle Liddell
ψᾰλίς, ίδος, ἡ,
I. a pair of scissors, Lat. forfex, Anth.
II. a building with a pointed stone roof, a vault, Lat. fornix, Soph. [Deriv. unknown.]
Frisk Etymology German
ψαλίς: -ίδος
{psalís}
Forms: (auch -ῖδος?)
Grammar: f.
Meaning: 1. ‘unterirdischer (gewölbter) Gang, Kanal, (unterirdisches) Gewölbe, Schwibbogen’ (S.Fr. 367, Pl. Lg. 947d, Arist., Ph. Bel., Hero, hell. u. sp. Inschr. usw.);
Composita: ψαλιδοειδής einem Gewölbe ähnlich (Ph. Bel., Gal.).
Derivative: Davon ψαλιδόομαι sich wölben (Bito) mit -ωτός gewölbt (D. H.), -ωμα n. Gewölbe (Str., Inschr. IIp). — 2. Schere (S.Fr. 413, Ar. Fr. 320,1, AP, Pap.IIp, Poll.); ψαλιδόστομος ‘scher- mäulig’, v. Krebs (Batr.). Davon Demin. ψαλίδιον n. (Pap.Vp), Verb ψαλίζω (ἀπο-, δια-) mit einer Schere schneiden, scheren (sp. Mediz., Babr.), ψαλίξαι· κεῖραι H., mit -ιστός. -ισμός m. (sp. Mediz.). Hierher noch mgr. ψαλίτης vermiculus, cuius cornua forficulae speciem referunt, s. Redard 85 m. Weiterem. — 3. ‘Ring od. ähnl. zum Stützen od. Verstärken’ (LXX, Ph. Bel.; auch BGU 1028, 9 [IIp]: ψαλλίδ[ων]?).
Etymology: In der 3. Bed. dürfte sich ψαλίς mit ψέλιον, wohl auch mit ψάλιον verbinden lassen; für die damit ebenso wie unter sich anscheinend unvereinbaren Bedd. Gewölbe und Schere ist noch keine Erklärung gefunden.
Page 2,1128