τριβελής

From LSJ
Revision as of 15:27, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριβελής Medium diacritics: τριβελής Low diacritics: τριβελής Capitals: ΤΡΙΒΕΛΗΣ
Transliteration A: tribelḗs Transliteration B: tribelēs Transliteration C: trivelis Beta Code: tribelh/s

English (LSJ)

ές, three-pointed, δόρυ, of the trident, APl.4.215 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à trois pointes.
Étymologie: τρεῖς, βέλος.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβελής: -ές, ὁ ἔχων τρεῖς αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς βέλος ἀντὶ τρίαινα Ἀνθ. Πλαν. 215.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει τρεις αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ-βελής].

Greek Monotonic

τρῐβελής: -ές (βέλος), αυτός που έχει τρεις αιχμές, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐ-βελής, ές βέλος
three-pointed, Anth.

German (Pape)

ές, dreispitzig, δόρυ, der Dreizack des Poseidon, Philp. 57 (Plan. 215).