γαυρότης
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ητος, ἡ, exultation, Plu.Marc.6; of a horse or ass, Id.Pel.22, Mar.38.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 sent. neg., de pers. fiereza, agresividad, prepotencia c. gen. subjet. τῶν πολεμίων Plu.Marc.6.
2 sent. posit., de anim. arrogancia, gallardía de una potra, Plu.Pel.22, de un asno, Plu.Mar.38, cf. 2.1091d, Gloss.2.261.
German (Pape)
[Seite 476] ητος, ἡ, Wuth, Feuer der Pferde, Plut. Pe-lop. 22 Marcell. 6; eines Esels Mar. 38.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
fierté, orgueil.
Étymologie: γαῦρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαυρότης -ητος, ἡ γαῦρος trots.
Russian (Dvoretsky)
γαυρότης: ητος ἡ
1 веселье, резвость (παρασκιρτᾶν ὑπὸ γαυρότητος Plut.);
2 дикий шум, иступленные крики (τῇ γαυρότητι τῶν πολεμίων ἀποτραπέσθαι Plut.).
Greek Monolingual
γαυρότης, η (Α) γαύρος
1. η έπαρση, η αλαζονεία
2. η θορυβώδης επίδειξη.
Greek Monotonic
γαυρότης: -ητος, ἡ (γαῦρος), υπερηφάνεια, αλαζονεία, αγριότητα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
γαυρότης: -ητος, ἡ, ὑπερηφανία, ἀγερωχία, Πλούτ. Μαρκέλλ. 6· ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. Πελοπ. 22.
Middle Liddell
[from γαῦρος γαῦρος
exultation, ferocity, Plut.