ταχύβουλος

From LSJ
Revision as of 18:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠβουλος Medium diacritics: ταχύβουλος Low diacritics: ταχύβουλος Capitals: ΤΑΧΥΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: tachýboulos Transliteration B: tachyboulos Transliteration C: tachyvoulos Beta Code: taxu/boulos

English (LSJ)

ον, hasty in counsel, opp. μετάβουλος, perhaps with allusion to the votes respecting Mytilene (Th.3.36), Ar.Ach.630; cf. Max.76.

German (Pape)

[Seite 1076] von schnellem Entschluß, den Entschluß schnell ändernd, Ἀθηναῖοι, Ar. Ach. 605.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux résolutions précipitées, qui change promptement de résolution.
Étymologie: ταχύς, βουλή.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύβουλος: скорый на решения, т. е. быстро меняющий их, переменчивый (Ἀθηναῖοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ταχύβουλος: -ον, ὁ ταχέως βουλευόμενος ἢ ἀποφασίζων, ἀντίθετον τῷ μετάβουλος, ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Μυτιλήνης ἀπόφασιν (Θουκ. 3. 36), Ἀριστοφ. Ἀχ. 630, πρβλ. Μάξιμ. π. καταρχ. 76.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφασίζει γρήγορα («διαβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἐν Ἀθηναίοις ταχυβούλοις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό-βουλος].

Greek Monotonic

τᾰχύβουλος: -ον (βουλή), γρήγορος στη γνώμη, αυτός που αποφασίζει γρήγορα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τᾰχύ-βουλος, ον, βουλή
hasty in counsel, Ar.