ἀθυρόστομος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, = ἀθυρόγλωττος (ever-babbling, airbag, babbler, bag of wind, blab, blabberer, blatherer, blatherskite, bloviator, chatterbox, chatterer, gabbler, gasbag, jabberer, jangler, motormouth, patterer, prater, prattler, rattle, tongue-pad, twaddler, windbag, yakker, yapper), ἀθυρόστομος Ἀχώ = ever-babbling Echo, S.Ph.188 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἀθῠρόστομος) -ον
que no cierra la boca, que no calla del eco, S.Ph.188, de pers. τῆς ἀρετῆς οὐδέποτε νικωμένης τοῖς τῶν ἀθυροστόμων ψόγοις Pall.V.Chrys.19.186.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bavarde sans retenue, indiscret.
Étymologie: ἄθυρος, στόμα.
German (Pape)
= ἀθυρόγλωσσος, ἀχώ, Soph. Phil. 188, geschwätzig. Schol. πολυλάλητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῠρόστομος: говорливый, неумолчный.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῠρόστομος: -ον, = ἀθυρόγλωττος, ἀθ. ἀχώ, ἀδιακόπως λαλαγοῦσα ἢ ἀντιλαλοῦσα ἠχώ, Σοφ. Φ. 188, πρβλ. ἄθυρος, ΙΙ. Α. Β. 352.
Greek Monotonic
ἀθῠρόστομος: -ον (θύρα, στόμα) = ἀθυρόγλωττος, αυτός που πολυλογεί, που φλυαρεί αδιάκοπα, σε Σοφ.
Middle Liddell
θύρα, στόμα, = ἀθυρόγλωττος,]
ever-babbling, Soph.