ὁδωτός

From LSJ
Revision as of 19:29, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδωτός Medium diacritics: ὁδωτός Low diacritics: οδωτός Capitals: ΟΔΩΤΟΣ
Transliteration A: hodōtós Transliteration B: hodōtos Transliteration C: odotos Beta Code: o(dwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A passable, γῆν ὁ. ἐποίησε f.l. in D.Chr.3.127; ὁ. θάλασσα Suid. II practicable, feasible, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.OC495.

German (Pape)

[Seite 295] wegbar, Sp.; – übertr., ausführbar, ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά, Soph. O. C. 496, Schol. ἀνυστά.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
praticable, faisable.
Étymologie: ὁδόω.

Russian (Dvoretsky)

ὁδωτός: досл. удобопроходимый, перен. выполнимый (ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδωτός: -ή, -όν, (ὁδόω) διαβατός, γῆν ὁδωτὴν (διάφ. γράφ. ὁδευτὴν) ἐποίησε, μνημονεύεται ἐκ Δίωνος τοῦ Χρυσ.˙ ὁδ. θάλασσα Σουΐδ. ΙΙ. ἐκτελεστός, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά, «ἀνυστὰ» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Κ. 495.

Greek Monolingual

ὁδωτός, -ή, -όν (Α) [οδώ (II)]
1. διαβατός
2. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός.

Greek Monotonic

ὁδωτός: -ή, -όν (ὁδόω), βατός, διαβατός, κατορθωτός, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὁδωτός, ή, όν ὁδόω
passable: practicable, Soph.