τανυμήκης

From LSJ
Revision as of 19:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4, $5.<br")

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνῠμήκης Medium diacritics: τανυμήκης Low diacritics: τανυμήκης Capitals: ΤΑΝΥΜΗΚΗΣ
Transliteration A: tanymḗkēs Transliteration B: tanymēkēs Transliteration C: tanymikis Beta Code: tanumh/khs

English (LSJ)

ες, long-stretched, tall, ἰτέαι AP6.170.

German (Pape)

[Seite 1067] ες, lang gestreckt, schlank, ἰτέαι, Thall. 3 (VI, 170).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui s'étend en longueur, allongé, élevé, de haute taille.
Étymologie: τανύω, μῆκος.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠμήκης: вытянувшийся, высокий (ἰτέαι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠμήκης: -ες, ὁ τεταμένος εἰς ὕψος, ὑψηλός, ἰτέαι Ἀνθ. ΙΙ. 6. 170, Χρησμ. Σιβ. 1. 262.

Greek Monolingual

-ύμηκες, Α
τεταμένος κατά μήκος, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο-μήκης].

Greek Monotonic

τᾰνῠμήκης: -ες (τανύω, μῆκος), εξαιρετικά τεντωμένος, ψηλός, τανυμῆκαι ἰτέαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

τᾰνῠ-μήκης, ες τανύω, μῆκος
long-stretched, tall, ἰτέαι Anth.