ἐνθουσιαστικῶς
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
French (Bailly abrégé)
adv.
dans une sorte de transport.
Étymologie: ἐνθουσιαστικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθουσιαστικῶς: восторженно: ἐ. διατιθέναι τινά Plut. приводить кого-л. в восторг.