καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
μολυβδόγεον: τό, = ψιμίθιον, Γλωσσ. Χυμικ. Χειρόγραφ.
μολυβδόγεον, τὸ (Α)
1. είδος ορυκτού, μολυβόχωμα
2. (κατ' άλλους) ψιμύθιο, σκωρία του μολύβδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -γεον (< γῆ), πρβλ. ανώγεον].