νεφεληδόν
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
Adv. in the manner of clouds, Nonn.D.15.1.
Greek (Liddell-Scott)
νεφεληδόν: Ἐπίρρ., ὡς αἱ νεφέλαι, κατὰ τὸν τρόπον τῶν νεφελῶν, Νόνν. Δ. 15. 1.
Greek Monolingual
νεφεληδόν (Α)
επίρρ. κατά τον τρόπο τών νεφελών, όπως οι νεφέλες, δηλ. σε μεγάλο αριθμό («νεφεληδὸν ἐπέρρεον αἴθοπες Ἰνδοί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].
German (Pape)
nach Wolkenart, Nonn. D. 15.1.