πάναγρος

From LSJ
Revision as of 10:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάναγρος Medium diacritics: πάναγρος Low diacritics: πάναγρος Capitals: ΠΑΝΑΓΡΟΣ
Transliteration A: pánagros Transliteration B: panagros Transliteration C: panagros Beta Code: pa/nagros

English (LSJ)

ον, (ἄγρα) catching all, λίνον π., of a large fishing-net, Il.5.487; δίκτυον Ath. 1.25b: metaph., λίνῳ θανάτοιο π. Tryph.674.

German (Pape)

[Seite 456] Alles fangend; λίνον, ein großes Fischernetz, Il. 5, 487; δίκτυον, Ath. I, 25 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut saisir ou contenir toute espèce de proie (filet, volière).
Étymologie: πᾶν, ἄγρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάναγρος -ον [πᾶς, ἄγρα] alles vangend.

Russian (Dvoretsky)

πάναγρος: все улавливающий, все захватывающий (λίνον Hom.).

English (Autenrieth)

(ἀγρέω=αἱρέω): alltaking, all-catching, Il. 5.487†.

Greek Monolingual

πάναγρος, -ον (Α)
αυτός που αγρεύει τα πάντα, που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα, πανάγρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγρός (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύαγρος].

Greek Monotonic

πάνᾰγρος: -ον, (ἄγρα), αλιεύς των πάντων.

Greek (Liddell-Scott)

πάνᾰγρος: -ον, (ἄγρα) ὁ πᾶσαν ἄγραν ἀγρεύων, λίνον π., ἐπὶ μεγάλου ἁλιευτικοῦ δικτύου, Ἰλ. Ε. 487, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 674. δίκτυον Ἀθήν. 25Β.

Middle Liddell

πάν-ᾰγρος, ον, ἄγρα
catching all, Il.