πολύλλιθος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον, very stony, AP6.3 (Dionys.).
German (Pape)
[Seite 665] mit vielen Steinen, Τρηχίς, Dionys. 6 (VI, 3).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses pierres.
Étymologie: πολύς, λίθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύλλιθος -ον [πολύς, λίθος] rotsachtig.
Russian (Dvoretsky)
πολύλλῐθος: изобилующий камнями, каменистый (Τρηχίς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύλλιθος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς λίθους, Ἀνθ. Π. 6. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλές πέτρες, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -λλιθος (< λίθος), πρβλ. μονόλιθος].
Greek Monotonic
πολύλλῐθος: -ον, εξαιρετικά πετρώδης, σε Ανθ.