πολύλλιθος

From LSJ
Revision as of 11:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύλλῐθος Medium diacritics: πολύλλιθος Low diacritics: πολύλλιθος Capitals: ΠΟΛΥΛΛΙΘΟΣ
Transliteration A: polýllithos Transliteration B: polyllithos Transliteration C: polyllithos Beta Code: polu/lliqos

English (LSJ)

ον, very stony, AP6.3 (Dionys.).

German (Pape)

[Seite 665] mit vielen Steinen, Τρηχίς, Dionys. 6 (VI, 3).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses pierres.
Étymologie: πολύς, λίθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύλλιθος -ον [πολύς, λίθος] rotsachtig.

Russian (Dvoretsky)

πολύλλῐθος: изобилующий камнями, каменистый (Τρηχίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύλλιθος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς λίθους, Ἀνθ. Π. 6. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές πέτρες, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -λλιθος (< λίθος), πρβλ. μονόλιθος].

Greek Monotonic

πολύλλῐθος: -ον, εξαιρετικά πετρώδης, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύλ-λῐθος, ον,
very stony, Anth.