σύγκλινος

From LSJ
Revision as of 11:40, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκλῑνος Medium diacritics: σύγκλινος Low diacritics: σύγκλινος Capitals: ΣΥΓΚΛΙΝΟΣ
Transliteration A: sýnklinos Transliteration B: synklinos Transliteration C: sygklinos Beta Code: su/gklinos

English (LSJ)

ον, sharing one's couch,= συγκλίτης, Men.1070.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, = συγκλίτης, Men. bei Poll. 6, 12.

Russian (Dvoretsky)

σύγκλινος: ὁ Men. = συγκλίτης.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλῑνος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, = συγκλίτης, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 393.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύγκλινος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σύγκλινο
γεωλ. πτύχωση μεγάλου εύρους σε σχήμα U που περικλείει τα νεώτερα πετρώματα στο κέντρο του σχηματισμού
μσν.-αρχ.
αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη με άλλον
αρχ.
αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο και συντρώγει με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομόκλινος].