τραγοσκελής

From LSJ
Revision as of 11:53, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγοσκελής Medium diacritics: τραγοσκελής Low diacritics: τραγοσκελής Capitals: ΤΡΑΓΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: tragoskelḗs Transliteration B: tragoskelēs Transliteration C: tragoskelis Beta Code: tragoskelh/s

English (LSJ)

ές, goat-shanked, applied to Pan, Hdt.2.46, Duris 21 J., Luc.DDeor.22.2, App.Anth.6.191, etc.

German (Pape)

[Seite 1133] ές, bocksschenkelig, -füßig; Pan, Her. 2, 46; Luc. D. D. 22, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à jambes ou à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, σκέλος.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγοσκελής: козлоногий (Πάν Her., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοσκελής: -ές, ὁ ἔχων τράγου σκέλη, ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἡρόδ. 2. 46, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 2, Ὕμν. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 124Β, κλπ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που έχει σκέλη τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ιπποσκελής].

Greek Monotonic

τρᾰγοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ.

Middle Liddell

τρᾰγο-σκελής, ές σκέλος
goat-shanked, Hdt., Luc.