φιλόγαιος
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
ον, loving the earth, ὕνις AP6.104 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1278] die Erde liebend, ὕνις Philp. 14 (VI, 104).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ami de la terre.
Étymologie: φίλος, γαῖα.
Russian (Dvoretsky)
φιλόγαιος: землелюбивый, влюбленный в землю (ὕνις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόγαιος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν γῆν, ὕνις φιλόγαιος Ἀνθ. Παλατ. 6. 104.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαιος (για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. λ. γη), πρβλ. βαθύγαιος].
Greek Monotonic
φῐλόγαιος: -ον (γαῖα), αυτός που αγαπά τη γη, σε Ανθ.