χορδόκοιλον
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Greek Monolingual
τὸ, Μ
συν. στον πληθ. τὰ χορδόκοιλα
τα λεπτά έντερα τών ζώων μαζί με το μεσεντέριο και μέρος,του επιπλόου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή «έντερο» + -κοιλον, ουδ. του -κοίλος (< κοιλία), πρβλ. ὑδρόκοιλος].