προεξέδρα

From LSJ
Revision as of 08:15, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξέδρα Medium diacritics: προεξέδρα Low diacritics: προεξέδρα Capitals: ΠΡΟΕΞΕΔΡΑ
Transliteration A: proexédra Transliteration B: proexedra Transliteration C: proeksedra Beta Code: proece/dra

English (LSJ)

Ion. προεξέδρη, ἡ, chair of state, Hdt.7.44, Poll.9.46.

German (Pape)

[Seite 720] ἡ, ein besonderer, von andern abgesonderter Sitz, Sessel, Her. 7, 44. 48. Bei Poll. 9, 46 = ἐξέδρα, Gallerie.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
siège élevé au-dessus des autres.
Étymologie: πρό, ἐξέδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξέδρᾱ -ας, ἡ, Ion. προεξέδρη, erezetel.

Russian (Dvoretsky)

προεξέδρα: ион. προεξέδρηвысокое седалище, трон (π. λίθου λευκοῦ Her.).

Greek Monolingual

και κυρίως ο ιων. τ. προεξέδρη, ἡ, Α ἐξέδρα
χωριστό, υψηλό κάθισμα, επίσημος θρόνος («προεπεποίητο γὰρ ἐπὶ κολωνοῦ ἐπίτηδες αὐτοῦ ταύτη προεξέδρη λίθου λευκοῦ», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προεξέδρα: Ιων. -η, ἡ, επίσημος θρόνος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέδρα: Ἰων. -η, ἡ, ἕδρα, θρόνος ἐπίσημος, Ἡρόδ. 7. 44, Πολυδ. Θ΄, 49· πρβλ. προεδρία 2.

Middle Liddell

προ-εξέδρα, Ionic -η, ἡ,
a chair of state, Hdt.