πολύχρονος

From LSJ
Revision as of 16:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρονος Medium diacritics: πολύχρονος Low diacritics: πολύχρονος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: polýchronos Transliteration B: polychronos Transliteration C: polychronos Beta Code: polu/xronos

English (LSJ)

ον, later form for πολυχρόνιος, Jo.Gaz.Ecphr.2.211.

German (Pape)

[Seite 677] spätere Form statt πολυχρόνιος, Io. Gaz. periphrasis 568; auch im adv. πολυχρόνως.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρονος: -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ πολυχρόνιος, Αἰνείας Γαζ., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχρονος, -ον, ΝΑ
πολυχρόνιος
νεοελλ.
σχετικά με πρόσ. ως ευχή) μακρόβιοςπολύχρονος νά 'σαι!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρόνος (πρβλ. ισόχρονος)].