πορφυρόμαλλος
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
-η, -ο / πορφυρόμαλλος, -ον, ΜΑ
(νεολλ.) αυτός που έχει πορφυρά μαλλιά, κοκκινομάλλης
φρ. «πορφυρόμαλλον δέρας»
ειρων. προβιά με πορφυρό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρός + μαλλός (πρβλ. δασύμαλλος)].