δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
η, Νσκούξιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < έ-σκουξ-α, αόρ. του ρ. σκούζω + κατάλ. -ιά (πρβλ. σπρωξιά)].