σμῶδιξ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ιγγος, ἡ, weal, swollen bruise, caused by a blow, σ. αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη Il.2.267; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες . . αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον 23.716, cf. Opp.H.2.428.
German (Pape)
[Seite 912] ιγγος, ἡ, eine mit Blut unterlaufene Strieme, Schwiele, Beule, bes. von einem Schlage; σμῶδιξ δ' αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, Il. 2, 267, von dem Schlage mit dem Scepter; πυκναὶ δὲ σμώδιγγες ἀνὰ πλευράς τε καὶ ὤμους αἵματι φοινικόεσσαι ἀνέδραμον, 23, 716; sp. D., wie Opp. Hal. 2, 428 Lycophr. 783. – Vgl. σμώχω.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ἡ) :
tumeur provenant d'une contusion, contusion.
Étymologie: DELG cf. σμώχω, σμήω.
English (Autenrieth)
ιγγος: bloody wale, weal, Il. 2.267 and Il. 23.716.
Greek Monolingual
-ώδιγγος, ἡ, Α
πρήξιμο που προξενείται από χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας σμη- του ρ. σμῶ «πλένω, καθαρίζω» (πρβλ. σμώχώ), μέσω ενός αμάρτυρου προσηγορικού σμω-δ(ο)- με το εκφραστικό επίθημα -ιξ, -ιγγος, που απαντά και σε άλλους ιατρικούς όρους (πρβλ. κύστιγξ, μῆνιγξ)].
Greek Monotonic
σμῶδιξ: -ιγγος, ἡ, οίδημα, πρήξιμο που προκαλείται από χτύπημα, μελανιά, μελάνιασμα, μώλωπας, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
σμῶδιξ: ιγγος ἡ полоса (от удара), кровоподтек (σ. αἱματόεσσα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμῶδιξ -ιγγος, ἡ [~ σμώχω] striem, blauwe plek.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bloodshot bruise, bloody weal (Β 267, Ψ 716, Opp. H. 2, 428).
Other forms: pl. -ιγγες. Also μῶδιξ φλέψ, φλυκτίς H.
Derivatives: σμωδικὰ φάρμακα (Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as φῦσιγξ, θῶμιγξ, μάσιξ a.o. with comparable meaning; first from a noun *σμωδ(ο)- with further connection with σμῆ-ν, σμώ-χω rub (Persson Stud. 156 n. 1; similar EM 721, 23); s. σμάω and W.-Hofmann s. fāmex (w. lit.). - The connection suggested is formally and semantically not convincing; rather a Pre-Greek word; note the prenasalization (Furnée 279f.).
Middle Liddell
σμῶδιξ, ιγγος,
a weal, swollen bruise, caused by a blow, Il. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σμῶδιξ: {smō̃diks}
Forms: pl. -ιγγες
Grammar: f.
Meaning: mit Blut unterlaufene Strieme, blutige Schwiele (Β 267, Ψ 716, Opp. H. 2, 428).
Derivative: Davon σμωδικὰ φάρμακα (Gal.). Auch μῶδιξ· φλέψ, φλυκτίς H.
Etymology: Bildung wie die gewissermaßen sinnverwandten φῦσιγξ, θῶμιγξ, μάσιξ u.a.; wohl zunächst von einem Nomen *σμωδ(ο)- mit weiterem Anschluß an σμῆν, σμώχω reiben (Persson Stud. 156 A. 1; ähnlich EM 721, 23); s. σμάω und W.-Hofmann s. fāmex (m. Lit.).
Page 2,752