ὑπόχαλκος

From LSJ
Revision as of 17:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόχαλκος Medium diacritics: ὑπόχαλκος Low diacritics: υπόχαλκος Capitals: ΥΠΟΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: hypóchalkos Transliteration B: hypochalkos Transliteration C: ypochalkos Beta Code: u(po/xalkos

English (LSJ)

ον, A containing a mixture of copper, Pl.R.415b; κανοῦν χρυσοῦν ὑπόχαλκον bronze gilt, IG22.1407.21; ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον Com.Adesp. (?) ap.Suid. s.v. ὑπόχαλκον: metaph., Plu.2.1b, 65a: cf. ὑπάργυρος, etc. 2 sounding like copper, ὑ. ἠχὼ φέρειν Philostr.VA3.8. 3 of a copper colour, ζῷον ὑπόχαλκον τὴν μορφήν (sc. the οἶστρος or μύωψ) Sch.Od.22.299.

German (Pape)

[Seite 1239] unten von Kupfer, Plat. Rep. III, 415 b; bes. von Münzen, die von Kupfer u. versilbert oder vergoldet sind, dah. übh. unächt, verfälscht, Plut. ed. lib. 2, mit κίβδηλος verbunden.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui renferme du cuivre ; fig. falsifié, faux, trompeur.
Étymologie: ὑπό, χαλκός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχαλκος:
1 снизу или внутри медный Plat.;
2 поддельный, притворный, мнимый (φίλος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχαλκος: -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος μετὰ χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑποσίδηρος, ὑπόχρυσος. 2) ὁ ἠχῶν ὡς χαλκός, ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων χρῶμα χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον».

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ηχεί όπως ο χαλκός
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό
2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος
3. αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκός (πρβλ. ἐπίχαλκος)].

Greek Monotonic

ὑπόχαλκος: -ον, αυτός που περιέχει μείγμα χαλκού, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὑπό-χαλκος, ον,
containing a mixture of copper, Plat.