ἑτερόπλευρος

From LSJ
Revision as of 07:05, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόπλευρος Medium diacritics: ἑτερόπλευρος Low diacritics: ετερόπλευρος Capitals: ΕΤΕΡΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: heterópleuros Transliteration B: heteropleuros Transliteration C: eteroplevros Beta Code: e(tero/pleuros

English (LSJ)

ον, A with two visible faces, λίθοι SIG247 ii 70 (Delph., iv B.C.); cf. ἁτερόπλευρος. II with unequal sides, Scymn.267.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἑτέρας πλευράς, Σκύμν. Περιηγ. στ. 266 (κῶδ. τρίπλευρος).

Greek Monolingual

ἑτερόπλευρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο εμφανείς όψεις («ἑτερόπλευροι λίθοι»)
2. αυτός που έχει άνισες πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύπλευρος)].