φιλοκερδής

From LSJ
Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκερδής Medium diacritics: φιλοκερδής Low diacritics: φιλοκερδής Capitals: ΦΙΛΟΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: philokerdḗs Transliteration B: philokerdēs Transliteration C: filokerdis Beta Code: filokerdh/s

English (LSJ)

φιλοκερδές, loving gain, greedy of gain, Thgn.199, Pi.I.2.6, Ar.Pl.591 (anap.), X.Oec.14.10, etc.; φιλοχρήματος καὶ φῐλοκερδής Pl.R.581a: τὸ φιλοκερδές = φιλοκέρδεια, ib. 586d.

German (Pape)

[Seite 1280] ές, den Gewinn, Vortheil liebend, suchend, gewinnsüchtig; Theogn. 199; Μοῖσα Pind. I. 2, 6; Ar. Plut. 591; καὶ φιλοχρήματος Plat. Rep. IX, 581 a, u. öfter; Xen. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
avide de gain ; τὸ φιλοκερδές l'amour du gain;
Sp. φιλοκερδέστατος.
Étymologie: φίλος, κέρδος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκερδής: ищущий выгоды, жадный до наживы, корыстолюбивый Pind., Arph., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκερδής: -ές, γεν. έος, ὁ ἀγαπῶν μετὰ πλεονεξίας τὸ κέρδος, ἄπληστος, Θέογν. 199, Πινδ. Ι. 2. 9, Ἀριστοφ. Πλ. 591, Ξεν., κλπ.· φ. καὶ φιλοχρήματος Πλάτ. Πολ. 581Α· τὸ ρ. = φιλοκέρδεια, αὐτόθι 586D.

English (Slater)

φῐλοκερδής avariciousΜοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις (I. 2.6)

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που επιζητεί το υλικό κέρδος, κερδοσκόπος
νεοελλ.
πλεονέκτης, άπληστος, φιλοχρήματος
αρχ.
(το ουσ. ως ουσ.) τὸ φιλοκερδές·η φιλοκέρδεια.
επίρρ...
φιλοκερδώς Ν
με φιλοκερδή, ιδιοτελή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. αἰσχροκερδής].

Greek Monotonic

φῐλοκερδής: ές, (κέρδος), αυτός που αγαπά το κέρδος, σε Θέογν. κ.λπ.

Middle Liddell

φῐλο-κερδής, ές κέρδος
greedy of gain, Theogn., etc.

English (Woodhouse)

covetous, miserly, niggardly, stingy, greedy of money, loving base gain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Armenian: ագահ; Bulgarian: алчен, користолюбив; Catalan: avariciós; Chinese Mandarin: 愛財, 爱财, 貪婪, 贪婪; Czech: chamtivý; Dutch: inhalig, avaricieus; Esperanto: avara; Finnish: ahne; French: avare; Georgian: ძუნწი, ხელმოჭერილი, ხარბი, გაუმაძღარი, ვერცხლისმოყვარე; German: habgierig, habsüchtig, gierig; Ancient Greek: πλεονέκτης, φιλοκερδής; Hungarian: fösvény; Ido: avara; Irish: gabhálach, maoinchíocrach; Italian: avaro; Japanese: 強欲な; Latin: avarus; Maori: avaricious; Plautdietsch: bejierich; Polish: skąpy, chciwy; Portuguese: avarento; Romanian: avar; Russian: алчный, жадный, скупой, корыстолюбивый; Scottish Gaelic: sanntach, gionach; Spanish: avaricioso, avaro, avariento, codicioso; Swedish: girig