φιλοκερδής
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
φιλοκερδές, loving gain, greedy of gain, Thgn.199, Pi.I.2.6, Ar.Pl.591 (anap.), X.Oec.14.10, etc.; φιλοχρήματος καὶ φῐλοκερδής Pl.R.581a: τὸ φιλοκερδές = φιλοκέρδεια, ib. 586d.
German (Pape)
[Seite 1280] ές, den Gewinn, Vortheil liebend, suchend, gewinnsüchtig; Theogn. 199; Μοῖσα Pind. I. 2, 6; Ar. Plut. 591; καὶ φιλοχρήματος Plat. Rep. IX, 581 a, u. öfter; Xen. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
avide de gain ; τὸ φιλοκερδές l'amour du gain;
Sp. φιλοκερδέστατος.
Étymologie: φίλος, κέρδος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκερδής: ищущий выгоды, жадный до наживы, корыстолюбивый Pind., Arph., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκερδής: -ές, γεν. έος, ὁ ἀγαπῶν μετὰ πλεονεξίας τὸ κέρδος, ἄπληστος, Θέογν. 199, Πινδ. Ι. 2. 9, Ἀριστοφ. Πλ. 591, Ξεν., κλπ.· φ. καὶ φιλοχρήματος Πλάτ. Πολ. 581Α· τὸ ρ. = φιλοκέρδεια, αὐτόθι 586D.
English (Slater)
φῐλοκερδής avaricious ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις (I. 2.6)
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που επιζητεί το υλικό κέρδος, κερδοσκόπος
νεοελλ.
πλεονέκτης, άπληστος, φιλοχρήματος
αρχ.
(το ουσ. ως ουσ.) τὸ φιλοκερδές·η φιλοκέρδεια.
επίρρ...
φιλοκερδώς Ν
με φιλοκερδή, ιδιοτελή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. αἰσχροκερδής].
Greek Monotonic
φῐλοκερδής: ές, (κέρδος), αυτός που αγαπά το κέρδος, σε Θέογν. κ.λπ.
Middle Liddell
φῐλο-κερδής, ές κέρδος
greedy of gain, Theogn., etc.
English (Woodhouse)
covetous, miserly, niggardly, stingy, greedy of money, loving base gain
Translations
Armenian: ագահ; Bulgarian: алчен, користолюбив; Catalan: avariciós; Chinese Mandarin: 愛財, 爱财, 貪婪, 贪婪; Czech: chamtivý; Dutch: inhalig, avaricieus; Esperanto: avara; Finnish: ahne; French: avare; Georgian: ძუნწი, ხელმოჭერილი, ხარბი, გაუმაძღარი, ვერცხლისმოყვარე; German: habgierig, habsüchtig, gierig; Ancient Greek: πλεονέκτης, φιλοκερδής; Hungarian: fösvény; Ido: avara; Irish: gabhálach, maoinchíocrach; Italian: avaro; Japanese: 強欲な; Latin: avarus; Maori: avaricious; Plautdietsch: bejierich; Polish: skąpy, chciwy; Portuguese: avarento; Romanian: avar; Russian: алчный, жадный, скупой, корыстолюбивый; Scottish Gaelic: sanntach, gionach; Spanish: avaricioso, avaro, avariento, codicioso; Swedish: girig