κυνόπρηστις
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
(-πρῖστις cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect, whose sting makes dogs swell up and die, Hsch.; cf. βούπρηστις.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόπρηστις: -ιδος, ἡ, (πρήθω) ἰοβόλον τι ἔντομον οὗ τὸ δῆγμα οἰδαίνει καὶ φονεύει τοὺς κύνας, Ἡσύχ.· πρβλ. βούπρηστις.
Greek Monolingual
κυνόπρηστις ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)
δηλητηριώδες σκαθάρι του οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή-σαι), πρβλ. ναύπρηστις].
German (Pape)
ιδος, ἡ, ein giftiger Käfer, von dessen Bisse die Hunde aufschwellen od. sterben, Hesych. Vgl. βούπρηστις.