λιθόκολλος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
λιθόκολλον, = λιθοκόλλητος (set with precious stones, set with stones, inlaid work, mosaic), CIG 2852.47 (Branchidae).
German (Pape)
[Seite 45] dasselbe, ψυκτήρ, Inscr. 2852.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόκολλος: -ον, = τῷ προηγ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 48.
Greek Monolingual
λιθόκολλος, -ον (Α)
λιθοκόλλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. αρτίκολλος, χρυσόκολλος].