ἀντιλογητικός
From LSJ
English (LSJ)
ἀντιλογητική, ἀντιλογητικόν, = ἀντιλογικός, Gal.7.281, Hsch.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que es para contradecir, refutatorio λόγος Gal.7.281, cf. Hsch.s.u. ἀντιλογικός.
Full diacritics: ἀντιλογητικός | Medium diacritics: ἀντιλογητικός | Low diacritics: αντιλογητικός | Capitals: ΑΝΤΙΛΟΓΗΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: antilogētikós | Transliteration B: antilogētikos | Transliteration C: antilogitikos | Beta Code: a)ntiloghtiko/s |
ἀντιλογητική, ἀντιλογητικόν, = ἀντιλογικός, Gal.7.281, Hsch.
-ή, -όν
que es para contradecir, refutatorio λόγος Gal.7.281, cf. Hsch.s.u. ἀντιλογικός.