διόπερ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
Spanish (DGE)
conj. causal por lo que precisamente φύσις δὲ αὐτάρκης· διόπερ νικᾷ Democr.B 176, cf. 181, 191, Hp.Hum.13, Th.8.50, 92, Pl.Lg.679c, Ep.309c, And.Myst.10, X.Cyr.5.1.13, Isoc.1.5, 12, D.1.23, 9.46, Arist.PA 640a19, IG 11(4).1052.11 (III a.C.), PZen.Col.87.7 (III a.C.), Plb.1.12.8, 4.16.3, 12.20.7, Sardis 4.7 (II a.C.), D.S.5.77, LXX 2Ma.14.19, Aesop.1, 136, POxy.3643.5 (II d.C.).
French (Bailly abrégé)
p. δι' ὅπερ;
conj.
1 c'est pourquoi;
2 parce que.
Étymologie: διά, ὅπερ.
German (Pape)
= διό, eben deshalb; Thuc. 1.71 und Folgde; nur deshalb weil, Xen. Mem. 4.8.7.
Russian (Dvoretsky)
διόπερ: [δι᾽ ὅπερ
1 ввиду чего, а поэтому Thuc., Dem., Plut.;
2 потому что Xen., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
διόπερ: ἢ δι’ ὅπερ, ἴδε ἐν λ. διό.
English (Strong)
from διό and περ; on which very account: wherefore.
English (Thayer)
conjunction (from διό and the enclitic particle περ (which see)) (from Thucydides down); on which very account (A. V. wherefore): Treg. διό περ); L T Tr WH διό.
Greek Monolingual
διόπερ (AM) (επιτατ. του διό)
γι' αυτό ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διό + περ].
Greek Monotonic
διόπερ: ή δι'ὅπερ, = διό, σε Θουκ.
Middle Liddell
conj
δι' ὅπερ, = διό, Thuc.
Chinese
原文音譯:diÒper 笛-哦-胚而
詞類次數:連詞(3)
原文字根:經過-這-即使
字義溯源:全然如此,所以,為此,故此;由(διό)=藉此)與(περ)=多,果然)組成;其中 (διό)又由(διά)*=通過,藉此)與(ὅς / ὅσγε)*=那)組成,而 (περ)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 故此(1) 林前10:14;
2) 所以(1) 林前8:13