δέγμενος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
v. δέχομαι.
Spanish (DGE)
v. δέχομαι.
French (Bailly abrégé)
part. pf. avec l'accent d'un prés., de δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
δέγμενος: эп. part. pf. к δέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δέγμενος: ἴδε ἐν λ. δέχομαι, Ὅμ.
English (Autenrieth)
see δέχομαι.
Greek Monolingual
-η, -ον (Α)
βλ. δέχομαι.
Greek Monotonic
δέγμενος: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του δέχομαι.