πεπαίτερος

From LSJ
Revision as of 09:55, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπαίτερος Medium diacritics: πεπαίτερος Low diacritics: πεπαίτερος Capitals: ΠΕΠΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: pepaíteros Transliteration B: pepaiteros Transliteration C: pepaiteros Beta Code: pepai/teros

English (LSJ)

πέπων.

German (Pape)

[Seite 559] u. πεπαίτατος, irr. comp. u. superl. zu πέπων, reifer, weicher, milder; μοῖρα, Aesch. Ag. 1338; vom Alter, νέᾳ, παλαιᾷ, μεσοκόπῳ, πεπαιτέρᾳ, Xenarch. bei Ath. XIII, 569 c; superl. πεπαίτατος, der reifste, Alexis bei Ath. XIV, 650.

Russian (Dvoretsky)

πεπαίτερος: compar. к πέπων.

Greek (Liddell-Scott)

πεπαίτερος: καὶ -τατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ πέπων.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α
ανώμαλος τ. συγκριτ. του πέπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. συγκριτικού βαθμού του πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ' επίδραση του πεπαίνω (πρβλ. παλαίτερος)].

Greek Monotonic

πεπαίτερος: και -τατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του πέπων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεπαίτερος comp. van 1. πέπων.