ὁμοιοσχήμων

From LSJ
Revision as of 10:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοσχήμων Medium diacritics: ὁμοιοσχήμων Low diacritics: ομοιοσχήμων Capitals: ΟΜΟΙΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: homoioschḗmōn Transliteration B: homoioschēmōn Transliteration C: omoioschimon Beta Code: o(moiosxh/mwn

English (LSJ)

ὁμοιοσχήμον, gen. ονος, of like form, Democr. (?) ap. Placit.4.19.3, Arist.APr.27b11, Thphr. HP 4.2.4, Epicur.Ep.1p.9U., Id.Nat.Herc.1420.3, D.H.Comp.26, Ptol.Tetr. 104, etc. Adv. ὁμοιοσχημόνως Arist.EE1217b35. (The form ὁμοιόσχημος, ον, is doubtful: ὁμοιόσχημον neut. sg. in Antyll. ap. Orib.44.23.41, Simp. in Cat.430.25 can be referred to masc. ὁμοιοσχήμων; acc. masc. (fem.) ὁμοιοσχήμον' (with elision of α) is prob. in Corn.ND17, Phlp.in Mete. 20.29; <b class="b3ὁμοιοσχήμων ὄντων in Id.in Ph.662.30 is v.l. for ὁμοιοσχημόνων ὄντων.)

German (Pape)

[Seite 336] ον, von ähnlicher, gleicher Gestalt, Haltung, Stellung, Arist. Anal. pr. 1, 5 u. Folgde.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοσχήμων: 2, gen. ονος схожий по форме или по виду Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοσχήμων: -ον, ὁ ὁμοίου σχήματος, ὁ ἔχων ὅμοιον σχῆμα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, κτλ.· - Ἐπίρρ. -μόνως, Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 1. 8, 7. - οὕτως -σχημάτιστος, ον, Φώτ. ἐν Collect. Vat. 1. 227· -σχημος, ον, Cornut. N. D. 17 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

Greek Monolingual

ὁμοιοσχήμων, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με κάποιον άλλο, ομοιόσχημος.
επίρρ...
ὁμοιοσχημόνως (ΑΜ)
με την ίδια μορφή, στο ίδιο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλοσχήμων].