κατηβολή

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηβολή Medium diacritics: κατηβολή Low diacritics: κατηβολή Capitals: ΚΑΤΗΒΟΛΗ
Transliteration A: katēbolḗ Transliteration B: katēbolē Transliteration C: kativoli Beta Code: kathbolh/

English (LSJ)

ἡ,
A = τὸ ἐπιβάλλον, E.Frr.614,750.
2 = καταβολή III, Hp. ap. Gal.19.11c, Pl.Hp. Mi.372e (cf. Sch.), Hsch., Phot.
3 = θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1400] ἡ (vgl. καταβολή), Fieberanfall, Ohnmacht, Galen.; vgl. Lob. zu Phryn. 699.

Greek (Liddell-Scott)

κατηβολή: ἴδε καταβολὴ ἐν τέλει.

Greek Monolingual

κατηβολή, ἡ (Α)
1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον (βλ. επιβάλλω)
2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός
3. επιβολή, αξίωμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βολή (< βάλλω)
το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (βλ. και επήβολος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατηβολή -ῆς, ἡ [καταβάλλω] koortsaanval.