καταντίον
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
Adv. over against, right opposite, c. gen., Hdt.6.103, 118, 8.52: c. dat., Id.7.33: abs., Χὠ καταντίον θανών facing him, S.Ant.512, cf. APl.4.95 (Damag.): καταντία, πόντου καταντίον κυμαίνοντος Agesianax ap. Plu.2.921b, cf. Opp.H.2.555.
French (Bailly abrégé)
adv.
en face, gén. ou dat..
Étymologie: κατά, ἀντίος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταντίον [κατάντης] tegenover, aan de andere kant, adv.:; ὁ καταντίον θανών degene die bij de tegenpartij is gestorven Soph. Ant. 512; met gen.:; καταντίον αὐτοῦ tegenover hem Hdt. 6.103.3; met dat.: Ἀβύδῳ καταντίον tegenover Abydus Hdt. 7.33.
Russian (Dvoretsky)
καταντίον:
I praep. cum gen. и dat. против, напротив (τινός и τινί Her.).
II adv. против, лицом к лицу: ὁ καταντίον Soph. противник (в бою).
Greek (Liddell-Scott)
καταντίον: ἐπίρρ., κατέναντι, ἀκριβῶς ἀπέναντι, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 6. 103, 118· ὡσαύτως μετὰ δοτ., 7, 33· ἀπόλ., χὼ καταντίον θανών, ἀπέναντι αὐτοῦ, Σοφ. Ἀντιγ. 512, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4, 95·- ὡσαύτως, καταντία Ἀγησιάναξ π. Πλουτ. 2, 921Β, Ὀππ. Ἁλ. 2, 555.
Greek Monolingual
καταντίον και καταντία (Α)
επίρρ. ακριβώς απέναντι, κατευθείαν απέναντι («καταντίον δ' αὑτοῦ αἱ ἵπποι τετάφαται», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀντίον / ἀντία (< ἀντίος «αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»), πρβλ. εναντίον].
Greek Monotonic
καταντίον: επίρρ., απέναντι από, ακριβώς απέναντι, απέναντι, με γεν., σε Ηρόδ.· με δοτ., στον ίδ.· απόλ., σε Σοφ.
Middle Liddell
over against, right opposite, facing, c. gen., Hdt.; c. dat., Hdt.; absol., Soph.