ἀπογηράσκω
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
grow old, Thgn.821, Hp.Aph.2.20; part. ἀπογηράς dub. l. Alex.278; inf. ἀπογηρᾶν, of senile dementia, Gal.16.696; ἀπεγήρασα Thphr. HP 7.13.6; of vines, ὅσσαι δέ κα.. ἀπογηράσκωντι fail from old age, Tab.Heracl.1.170.
Spanish (DGE)
envejecer de pers. ἀπογηράσκοντας ... τοκῆας Thgn.821, cf. Hp.Aph.2.20, Morb.2.55, Arist.PA 658b20, Alex.278 (cód.)
•del narciso, Thphr.HP 7.13.6, del vino, Plu.2.702c, ὅσσαι δέ κα τᾶν ἀμπέλων ἀπογηράσκωντι TEracl.1.170, δυνάμεις Plu.2.1129d.
French (Bailly abrégé)
vieillir.
Étymologie: ἀπό, γηράσκω.
German (Pape)
(γηράσκω), veralten, absterben, Theogn. 821; Hippocr.; ἀπογηράς, part. aor., Alex. bei Ath. VI.36f.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογηράσκω: стариться, стареть Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογηράσκω: γίνομαι γέρων, γηράσκω, Θέογν. 819, ὁ μὲν γ’ (ἄνθρωπος) ἀπογηράσκων ἀηδὴς γίνεται, οἶνον δὲ τὸν παλαίτατον σπουδάζομεν Ἱππ. Ἀφ. 1245: ἀπογηράς, μετοχ. ἀορ. (ἴδε γηράσκω), πιθανὴ γραφὴ ἐν Ἀλέξιδος Ἀδήλοις 15· ἀλλ’ ἀπεγήρασα ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 13, 6· ἐπὶ ἀμπέλων, ὅσσαι δὲ κα… ἀπογηράσκωντι, ἐκλείπωσιν ἕνεκα γήρως, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774. 170.
Greek Monotonic
ἀπογηράσκω: μέλ. -γηράσομαι [ᾱ], γερνώ, σε Θέογν.
Middle Liddell
to grow old, Theogn.