εἰληδόν
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
εἰληδά, Adv., (εἴλη)
A = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Arat. 917.
II (εἰλέω) by twisting round, by coiling round, εἰληδὸν ἔδησε πόδας AP9.14.6 (Antiphil.).
Spanish (DGE)
adv. en círculo, en derredor εἰ. ... ἔδησε πόδας AP 9.14 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
adv.
en se ramassant sur soi-même.
Étymologie: εἰλέω, -δον.
German (Pape)
(von εἰλέω), verflochten, συνεστραμμένως, Suid.; – εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Antiphil. 23 (IX.14), verwickelt.
Russian (Dvoretsky)
εἰληδόν: и εἱληδόν adv. закрутив, обмотав (εἱ. ἔδησε πόδας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰληδόν: εἰληδά, ἐπίρρ. (εἴλη) = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. (εἰλέω) περιπλέγδην, περιπλοκάδην, εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.
Greek Monolingual
(I)
εἰληδόν και εἰληδά (Α)
επίρρ. «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.
(II)
εἰληδόν (Α)
επίρρ. περίπλοκα.
Greek Monotonic
εἰληδόν: -δά, επίρρ. (εἰλέω), μέσο κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.