κακόχροος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
κακόχροον, contr. κακόχρους, κακόχρουν, of bad complexion, Hp.Prorrh.2.42, Aff.20; of bad coloration, Arist.HA616b31; of bad colour, κύμη Nic.Fr.85.5; ὀφθαλμοί Gal.17(2).214; of urine, Id.19.598.
German (Pape)
[Seite 1305] zsgzgn κακόχρους, von schlechter Farbe, mißfarbig, farblos, Hippocr., Arist. H. A. 9, 17 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακόχροος: -ον, συνῃρ. χρους, -ουν, ἔχων κακὴν χροιάν, Ἱππ. 113D, 521. 12, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόχροος: стяж. κακόχρους 2 плохо окрашенный, некрасивого цвета, невзрачный (по окраске) (ὄρνις Arst.).