μῖλος
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ἡ,
A = σμῖλαξ, yew, Taxus baccata, Cratin.98, Thphr. HP 3.4.2, 5.7.6.
II flower of the yew, Poll.6.106 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 186] ἡ, = σμῖλος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μῖλος: ἡ, = σμῖλαξ, Taxus baccata, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 4, 2. ΙΙ. τὸ ἄνθος αὐτῆς, Πολυδ. ϛʹ, 106.
Greek Monolingual
μίλος, ἡ (Α)
1. το φυτό σμίλαξ
2. το άνθος του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μῖλαξ (Ι)].