διαγογγύζω
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
mutter or murmur among themselves, κατά τινος LXX Ex.16.7; ἐπί τινι ib.Nu.14.2: abs., Ev.Luc.15.2, 19.7, Hld.7.27.
Spanish (DGE)
1 murmurar como signo de desaprobación διαγογγύζετε ἐν ταῖς σκηναῖς ὑμῶν LXX De.1.27, cf. Ast.Am.Prod.p.107.7, διεγόγγυζον ... λέγοντες ὅτι ... Eu.Luc.15.2, 19.7
•c. giro prep. de pers. murmurar contra καθ' ἡμῶν LXX Ex.16.8, cf. Nu.14.36, ἐπὶ Μωυσῆν LXX Nu.14.2, ἐπὶ τοῖς ἄρχουσιν LXX Io.9.18, tb. c. ac. int. τι πρὸς τοὺς παρόντας ἠρέμα διαγογγύσαντα Hld.7.27.4
•protestar por πονηρῷ ἐπ' ἄρτῳ LXX Si.31.24.
2 rechazar c. ac. τὴν εἰρημένην λέξιν Clem.Al.Strom.3.4.38.
French (Bailly abrégé)
1 murmurer entre soi en parl. de plus. pers. ; κατά τινος, ἐπί τινα contre qqn;
2 murmurer en gén.
Étymologie: διά, γογγύζω.
German (Pape)
verstärktes γογγύζω, NT; διαγογγύσας Hel. 7.27.
Russian (Dvoretsky)
διαγογγύζω: шептаться, роптать NT.
Greek (Liddell-Scott)
διαγογγύζω: μέλλ. -σω, γογγύζω πολύ, μουρμουρίζω, κατά τινος Ἑβδ. (Ἐξόδ. 16. 7, 8)· ἐπί τινα αὐτόθι Ἀριθμ. 14. 2· γογγύζομεν πρὸς ἀλλήλους, Εὐαγγ. κ. Λουκ. 15. 2., 19. 7· πρβλ. Ἡλιόδ. 7. 27.
English (Strong)
from διά and γογγύζω; to complain throughout a crowd: murmur.
English (Thayer)
imperfect διεγόγγυζον; to murmur (διά, i. e. either through a whole crowd, or 'among one another,' German durch einander (cf. διά, C.)); hence, it is always used of many indignantly complaining (see γογγύζω): Clement of Alexandria, i, p. 528, Pott. edition; Heliodorus 7,27, and in some Byzantine writings) Cf. Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 16f.
Greek Monolingual
διαγογγύζω (AM)
μεμψιμοιρώ, δυσανασχετώ πάρα πολύ.
Greek Monotonic
διαγογγύζω: παραπονιούνται ο ένας στον άλλο, γκρινιάζουν μεταξύ τους, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
Middle Liddell
to murmur among themselves, NTest.
Chinese
原文音譯:diagoggÚzw 笛阿-工句索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:經過-抱怨
字義溯源:到處訴苦,喃喃埋怨,大聲訴苦,私下議論;由(διά)*=通過)與(γογγύζω)*=發怨言)組成
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 私下議論(2) 路15:2; 路19:7