κατηγορητικός

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγορητικός Medium diacritics: κατηγορητικός Low diacritics: κατηγορητικός Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katēgorētikós Transliteration B: katēgorētikos Transliteration C: katigoritikos Beta Code: kathgorhtiko/s

English (LSJ)

κατηγορητική, κατηγορητικόν, = κατηγορικός 1, Arist. Rh.Al.1421b10 codd. (leg. κατηγορικόν as in 1426b22, 25 = PHib.1.26.295,297).

Russian (Dvoretsky)

κατηγορητικός: Arst. = κατηγορικός I.

Greek (Liddell-Scott)

κατηγορητικός: ή, όν = κατηγορικός Ι, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 2. 1· ἀλλ’ ἴδε 5. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κατηγορητικός, -ή, -όν)
(νομ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατηγορία, που γίνεται για κατηγορία, για ενοχοποίηση, για μομφή
αρχ.
(λογ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) κατηγορία ή κατηγόρημα, κατηγορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ
η λ. με την αρχ. σημ. είναι πιθ. μεταπλασμένος τ. του κατηγορικός.