ἐγχειρία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, manipulation, v.l. for εὐχειρία, Hp.Art.35, cf. Phld.Hom. p.45 O.: pl., Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
práctica, ocupación, actividad πᾶς ἐν ἐγχειρ[ίᾳ] δε[ινὸς] ἀεί cada uno de ellos está permanentemente ejercitándose con empeño para la guerra, Phld.Hom.32.18
•empresa, intento ἐγχειρίας· ἐπιχειρήματα Hsch.
German (Pape)
[Seite 713] ἡ, = ἐγχείρησις, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρία: ἡ, χειρισμός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐγχειρίας, ἐπιχειρήματα».