ἐπάγρυπνος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ἐπάγρυπνον, wakeful, sleepless, κηδεμονία Mitteis Chr.77.11 (Sup., iv A. D.), cf. Vett. Val.11.16, Aristaenet.1.27.
German (Pape)
[Seite 893] schlaflos, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάγρυπνος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀποκοιμηθῇ, ἄϋπνος, Ἀρισταίν. 1. 27. - Ἐπίρρ. ἐπαγρύπνως, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 29, 66.
Greek Monolingual
ἐπάγρυπνος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος
2. ακοίμητος, προσεκτικός.
επίρρ...
ἐπαγρύπνως
άγρυπνα, με επαγρύπνηση.