ἀπόβρασμα
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
-ατος, τό, that which is thrown off, Alex.Trall.Febr. 6; scum, Hsch.; chaff, Id., Suid.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 desperdicio, heces τῶν ἀποβρασμάτων λέβης Alex.Trall.1.405.22
•cascabillo Hsch.s.u. ἀποβράσματα, cf. Sud.
2 borboteo del agua, Hsch.
German (Pape)
[Seite 298] τό, Schaum, Auswurf, Nach VLL. Kleie, τὰ σκύβαλα τῶν πυρῶν od. τὰ πίτυρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόβρασμα: το, τὸ ἀπορριπτόμενον κατὰ τὴν βράσιν, ἀφρὸς κάχλασμα· Ἡσύχ., «ἀποβράσματα τὰ πίτυρα» Σουΐδ., «ἀποβράσματα, σκύβαλα πυρῶν» Ἐτυμ. π. Μ. 9. 103.
Greek Monolingual
το (AM ἀπόβρασμα)
με μειωτική σημασία) αυτός που ανήκει στον υπόκοσμο, κάθαρμα
αρχ.-μσν.
αφέψημα, εκχύλισμα.