διάχρυσος

From LSJ
Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάχρῡσος Medium diacritics: διάχρυσος Low diacritics: διάχρυσος Capitals: ΔΙΑΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: diáchrysos Transliteration B: diachrysos Transliteration C: diachrysos Beta Code: dia/xrusos

English (LSJ)

διάχρυσον, interwoven with gold, ἱμάτιον Test. ap. D.21.22; ἐσθῆτες Plb.6.53.7; σκηναί D.S.14.109; ὑποδήματα Plu.2.142c.

Spanish (DGE)

-ον
1 dorado, cubierto de oro de objetos de metal, prob. bañado en oro βοῦς Eudox.Fr.296, φιάλη ἔκτυπος δ. IG 11(2).161B.69, 164A.5 (ambas Delos III a.C.), cf. Ath.Askl.4.64, 70 (III a.C.), (φαρέτραν) ἀργυρᾶν ... διάχρυσον ID 1408A.1.30 (II a.C.), λαμπάδες Callix.2 (p.170.7), μίτρα Longus 1.5.3, ἀσπίς Plu.Alc.16, στέφανος D.C.44.6.3
de objetos de otros materiales prob. cubierto de oro o con adornos en oro ζωνίον ID 1449Ba.1.9, 1450A.201 (ambas II a.C.), κισσύβιον Longus 1.15.3, ὑποδήματα Plu.2.142c, σόκκοι DP 9.22, προσωπεῖον Luc.Tim.27
p. ext. de pers. engalanado con oro ἡ δὲ δ. ἑταίρα πολὺν ἔχει τὸν χρυσὸν περὶ τῇ κόμῃ de una máscara de comedia, Poll.4.153, cf. 151.
2 de tejidos dorado e.d. entretejido con hilos de oro, tejido con oro ἱμάτιον Test. en D.21.22, cf. LXX Ps.44.10, Chrys.M.50.692, στολαί LXX 2Ma.5.2, Plb.30.25.10, cf. D.S.36.13, ἐσθῆτες Plb.6.53.7, I.BI 7.137, cf. Hld.4.15.2, στολαί Plb.30.25.13, χιτῶνες Callix.2 (p.172.17), Plu.2.554b, αὐλαῖαι Chares 4, οὐρανίσκοι Phylarch.41, σκηναί D.S.14.109, χλαμύς Poll.4.116, ἔνδυμα Eus.M.23.404A, στρώματα D.C.56.34.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brodé d'or.
Étymologie: διά, χρυσός.

German (Pape)

[ῡ], mit Gold durchwirkt, ἐσθής, ἱμάτιον, Dem. 21.22; Pol. 6.53.7; στολαί 31.3.13, und sonst; ὑποδήματα Plut. Conj. praec. 421.

Russian (Dvoretsky)

διάχρῡσος:
1 отделанный золотом или позолоченный (ὅπλα, ἀσπίς Plut.);
2 расшитый золотом (ἱμάτιον Dem.; στολαί Polyb.; ὑποδήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διάχρῡσος: -ον, συνυφασμένος χρυσῷ, χρυσοΰφαντος, ἱμάτιον Δημ. 522. 2· ἐσθῆτες Πολύβ. 6. 53, 7· ὑποδήματα Πλούτ. 2. 142C.

Greek Monolingual

-ο (Α -ος, -ον)
1. ο υφασμένος με χρυσό, χρυσοΰφαντος
2. ο στολισμένος με χρυσό.

Greek Monotonic

διάχρῡσος: -ον, αυτός που αναμειγνύεται με χρυσό, σε Δημ.

Middle Liddell

διά-χρῡσος, ον adj
interwoven with gold, Dem.