τικτικός

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τικτικός Medium diacritics: τικτικός Low diacritics: τικτικός Capitals: ΤΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tiktikós Transliteration B: tiktikos Transliteration C: tiktikos Beta Code: tiktiko/s

English (LSJ)

τικτική, τικτικόν, of or for childbirth, (sc. φάρμακον) a medicine used for women lying-in, Ar.Fr.872.

German (Pape)

[Seite 1113] zum Gebären gehörig, förderlich dabei; φάρμακον, Ar. bei Phot.; Poll. 4, 208.

Russian (Dvoretsky)

τικτικός: разрешающий от бремени (φάρμακον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τικτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τοκετόν, τ. φάρμακον, «τὸ ταῖς τικτούσαις διδόμενον φάρμακον» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 690· «ἐπίτεξ, ἐπίφορος καὶ ἐπίτοκος ἢ τικτικὸς» Πολυδ. Β΄, 7.

Greek Monolingual

και τεκτικός, -ή, -όν, Α τίκτω / τέκος
1. αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή είναι χρήσιμος και κατάλληλος για τον τοκετό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τικτικόν
(ενν. φάρμακον) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται στις επιτόκους.