ὀβελίτης
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, = ὀβελίας, Poll.1.248, cf. Hsch. s.v. ἀκροβολίδες.
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, ἄρτος, = ὀβελίας, Poll. 1, 248.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβελίτης: [ῑ], ὁ, = ὀβελίας, Πολυδ. Α΄, 248, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκροβολίδες.
Greek Monolingual
ὀβελίτης, ὁ (Α)
1. οβελίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῦ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων».