ἀμεταδόξαστος
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ἀμεταδόξαστον, unshakeable in one's convictions, Phld.Herc.1003. Adv. ἀμεταδοξάστως ibid.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no cambia de opinión ἀμετάπειστον καὶ ἀ. Phld.Inc.Lib.Hermes 36 p.573, cf. 572.
2 adv. -ως sin cambiar de opinión ἀμεταπείστως καὶ ἀμεταδοξάστως Phld.Inc.Lib.Hermes 36 p.574.