γλαμώδης
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
γλαμώδες, = γλαμυρός (bleary-eyed, blear-eyed), EM232.44.
Spanish (DGE)
-ες legañoso glos. a γλαμυρός Hsch., cf. EM 232.44G.
Greek (Liddell-Scott)
γλαμώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ., Ε. Μ. 232. 42.
Greek Monolingual
γλαμώδης, -ες (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τών γλαμυρός, γλάμων σε -ώδης].
German (Pape)
ες, triefäugig, EM. 232.45.