κουρητισμός
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ὁ, armed dancing, of the rites of the Salii, D.H.2.71.
Greek Monolingual
κουρητισμός, ὁ (Α) Κουρήτες
ο χορός τών Κουρήτων.