δορίπληκτος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
δορίπληκτον, smitten by the spear, Sch.E.Andr.653.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δουρί- A.Th.278
capturado en la guerra λάφυρα A.l.c., cf. Sch.E.Andr.653.
German (Pape)
[Seite 658] mit dem Speere geschlagen, getroffen; so erkl. Schol. Eur. Andr. 654 δοριπετής.
Greek (Liddell-Scott)
δορίπληκτος: -ον, πληγεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Σχόλ. Εὐρ.· πρβλ. δουρίπηκτος.
Greek Monolingual
δορίπληκτος, -ον (Α)
χτυπημένος από δόρυ.