παρεμφύομαι
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
Pass., grow in beside, hang upon, Luc.Fug. 10.
German (Pape)
[Seite 515] (φύω), an der Seite anwachsen, παρενεφύετο Luc. fugit. 10.
French (Bailly abrégé)
croître auprès de.
Étymologie: παρά, ἐμφύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εμφύομαι, imperf. 3 sing. παρενέφυετο, krampachtig vasthouden.
Russian (Dvoretsky)
παρεμφύομαι: досл. расти возле, перен. жить рядом: μεθ᾽ οὓς τὸ σοφιστῶν φῦλόν μοι παρενεφύετο Luc. рядом с ними я увидал племя софистов.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμφύομαι: Παθ., φύομαι πλησίον, προσκολλῶμαι ἐπί τινος, Λουκ. Δραπ. 10.
Greek Monolingual
Α
1. εκφύομαι, βλαστάνω, αναπτύσσομαι κοντά σε κάποιον ή κάτι
2. προσκολλώμαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐμφύομαι «φυτρώνω»].